μισοτελειώνω

μισοτελειώνω
1. μετ. сделать что-л, наполовину;
2. αμετ. быть сделанным наполовину

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μισοτελειώνω" в других словарях:

  • μισοτελειώνω — αφήνω κάτι ημιτελές, τό τελειώνω κατά το ήμισυ …   Dictionary of Greek

  • μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… …   Dictionary of Greek

  • μεσοξετελειώνω — δεν ολοκληρώνω ένα έργο, μισοτελειώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • μισοξετελειώνω — τελειώνω ένα έργο κατά το ήμισυ, μισοτελειώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»